- Λιβυρνούς
- Λιβυρνόςthe Liburniansmasc acc plΛιβυρνοίthe Liburniansmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λιβυρνικός — Λιβυρνικός, ή, όν (Α) [Λιβυρνία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λιβυρνούς ή προέρχεται από τη Λιβυρνία («Λιβυρνικὸν πλοῑον» ελαφρό και ταχύ σκάφος που χρησιμοποιούσαν οι Λιβυρνοί, Πλούτ.) … Dictionary of Greek